- ἡμισίκλιον
- ἡμι-σίκλιον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημίσικλον — ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α) μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σίκλος «μονάδα βάρους νομισματική μονάδα»] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ԴՐԱՄԱԿԷՍ — ( ) NBH 1 0642 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἠμισίκλιον dimidiatus siclus Կէս տրամ արծաթ կամ ոսկի. կէս սկեղ. *Տայր տասն փող, եւ յետ ժամու ինչ տայր դրամակէս, եւ երկու դրամս. Վրք. հց. ՟Ժ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)